2 ἀσκελής, -ές
I
•neutr. como adv. inexorablemente, insistentemente
Ποσειδάων ... ἀσκελὲς αἰὲν Κύκλωπος κεχόλωταιOd.1.68,
πολὺν χρόνον ἀσκελὲς οὕτω κλαῖ'Od.4.543,
ἀσκελὲς αὔτως μόχθος ἐνιτρέφεταιNic.Th.278.
2 neutr. como adv. inamoviblemente
ἐνὶ πλάστιγγι ... ἀσκελὲς ἱστάςponiendo (lo) en la balanza hasta que quede nivelada Nic.Th.42.
II adv. -έως inexorablemente
ἀ. αἰεὶ μενεαινέμενIl.19.68.